«Τι έπαθα; τι έχω; γιατί κουράστηκα;» συλλογίζονταν και πασπάτευε απελπισμένος το πρόσωπό του ολάκερο ως το λαιμό. Όλο του το μούτρο ήταν τούμπανο, μα δεν πονούσε. Μονάχα τα μάτια του τον έτσουζαν κι είχαν αρχίσει τα δάκρυα να τρέχουν. «Πρέπει να δω, να δω, θέλω να ξέρω!» λόγιαζε. Έβγαλε από το ζωνάρι του το καθρεφτάκι, χαμήλωσε, άναψε μιαν αστοιβίδα, κοίταξε… Μέσα στις φλόγες που πηδούσαν είδε το πρόσωπό του κι έσυρε φωνή. Όλο του το πρόσωπο είχε ξαφρίσει, τα μάτια του είχαν γίνει δυο μικρές χάντρες, η μύτη του είχε χωθεί μέσα στα τουμπανισμένα μάγουλα και το στόμα του είχε γίνει μια τρύπα. Δεν ήταν τούτο ανθρώπου πρόσωπο, ήταν μια σάρκινη μουτσούνα, απάνθρωπη, αναγουλιαστικιά. Σα να μην ήταν δικό του κρέας. Είχε κολλήσει απάνω του ένα ξένο κρέας, το πρόσωπό του αφανίστηκε. «Θεέ μου, μην είναι λέπρα;» μπήκε στο νου του ξαφνικά και σωριάστηκε χάμω.
English, French, German, Russian